υψηγόρως

υψηγόρως
Α
επίρρ. βλ. ὑψήγορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑψηγόρως — ὑψήγορος grandiloquent adverbial ὑψήγορος grandiloquent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψήγορος — ον, Α 1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας 2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής. επίρρ... ὑψηγόρως Α με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”